δέλφαξ

δέλφαξ
ο (Α δέλφαξ, ο, η)
νεοελλ.
μικρό πηδητικό Έντομο τής οικογένειας τών δελφακιδών
αρχ.
χοίρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλφαξ, που σχηματίζεται όπως τα κόραξ, σκύλαξ κ.ά., είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από κάποια αρχαία λ. με σημ. «μήτρα, κοιλιά» (ίσως δελφύς* ή *δέλφος, το) απ' όπου έλαβε τη σημ. «έμβρυο» και έπειτα «νεαρό ζώο», για να δηλώσει τελικά το «μικρό γουρούνι». Το δέλφαξ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται για το θηλυκό και σπανίως για το αρσενικό, ενώ η λ. χοίρος χρησιμοποιείται γενικότερα, δηλώνοντας σπανιότερα και το νεαρό ζώο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δέλφαξ — pig fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελφάκων — δέλφαξ pig fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλφακα — δέλφαξ pig fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλφακας — δέλφαξ pig fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλφακες — δέλφαξ pig fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλφακι — δέλφαξ pig fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλφακος — δέλφαξ pig fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλφακ' — δέλφακα , δέλφαξ pig fem acc sg δέλφακι , δέλφαξ pig fem dat sg δέλφακε , δέλφαξ pig fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελφακίνη — δελφακίνη, η (Α) [δέλφαξ] η δέλφαξ …   Dictionary of Greek

  • Vulva — mit originärer Schambehaarung; die äußeren Schamlippen verdecken die inneren Schamlippen, den Scheideneingang und die Klitoris …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”