- δέλφαξ
- ο (Α δέλφαξ, ο, η)νεοελλ.μικρό πηδητικό Έντομο τής οικογένειας τών δελφακιδώναρχ.χοίρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλφαξ, που σχηματίζεται όπως τα κόραξ, σκύλαξ κ.ά., είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από κάποια αρχαία λ. με σημ. «μήτρα, κοιλιά» (ίσως δελφύς* ή *δέλφος, το) απ' όπου έλαβε τη σημ. «έμβρυο» και έπειτα «νεαρό ζώο», για να δηλώσει τελικά το «μικρό γουρούνι». Το δέλφαξ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται για το θηλυκό και σπανίως για το αρσενικό, ενώ η λ. χοίρος χρησιμοποιείται γενικότερα, δηλώνοντας σπανιότερα και το νεαρό ζώο].
Dictionary of Greek. 2013.